- μικρόχωρος
- μικρόχωρος, -ον (Α)αυτός που έχει μικρό τόπο, που κατέχει μικρό Χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
μικρόχωρα — μῑκρόχωρα , μικρόχωρος with little land neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)